FAQs About the word musses (up)

μπερδεύει

to batter or handle roughly, to make chaotic or incoherent

χαντακώνω,συμβόλαια,κυματιστός,αυλάκια,πλέκει,κυματάκια,βολάν,πτυχές,κρίμπα,πατατάκια

ισοπεδώνει,σίδερα,ξεσιδερώνει,πιεστήρια,λειαίνει,λειαίνει,λειαίνει,Άρτια,λειαίνει,ισιώνει

musses => τσακισμένο, mussed (up) => ανακατεμένος, muss (up) => Χάλασε (πάνω), Muslims => Μουσουλμάνοι, muskrats => Μόσχοντας,