Greek Meaning of uncrumples
λειαίνει
Other Greek words related to λειαίνει
Nearest Words of uncrumples
Definitions and Meaning of uncrumples in English
uncrumples
to restore to an original smooth condition
FAQs About the word uncrumples
λειαίνει
to restore to an original smooth condition
ισοπεδώνει,σίδερα,ξεσιδερώνει,λειαίνει,λειαίνει,ισιώνει,Άρτια,πιεστήρια,λειαίνει,ξεδιπλώνεται
πτυχές,κρίμπα,ζάρες,τσαλακώνω,πτυχές,ζαρώνω,Ρυτίδες,κυματιστός,Ρυτίδες,κυματάκια
uncrumpled => αζάριαστο, uncrumple => ξεδιπλώνω, uncrowning => αποθρόνιση, uncrippled => αβλαβής, uncredited => μη αναγνωρισμένος,