Greek Meaning of uncrippled
αβλαβής
Other Greek words related to αβλαβής
- ενεργός
- Εξωτερικός Ασθενής
- ανθεκτικός
- Σίδηρος
- σφριγηλός
- robust
- ανώμαλος
- σταθερός
- δυνατός
- γερός
- σκληρός
- ζωηρός
- μη ανάπηρος
- υγιής
- Ευέλικτος
- ανθισμένος
- ανάκαμψη
- χαρούμενος
- κατάλληλο
- ακμάζων
- υγιής
- σκληρός
- υγιής
- γενναιόδωρος
- ζωηρός
- ήχος
- Ζωηρός
- ζωηρός
- ακμάζων
- Ζωτικός
- καλά
- ολόκληρος
- υγιεινός
- ζωηρός
- καλά προσαρμοσμένος
- Εντάξει
- FLUSH
- καλός
- ευημερούσα
- δεξιά
- άρρωστος
- εξετάζω
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- ετοιμόρροπος
- ανάπηρος
- άρρωστος
- εξασθενημένος
- Ασθενής
- σταματώ
- άρρωστος
- άρρωστος
- χωλός
- άρρωστος, -η, -ο
- άρρωστος
- ακατάλληλος
- ανθυγιεινός
- προβληματικός
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- αδύναμα
- λεπτός
- αδύνατος
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- ανίκανος
- υποσιτισμός
- ερειπωμένος
- άρρωστος
- ανήσυχος
- Υποσιτισμένος
- Φθαρμένος
- Άτομα με αναπηρία
- Πλήττεται
- κακός
- φτωχά
Nearest Words of uncrippled
Definitions and Meaning of uncrippled in English
uncrippled
not crippled
FAQs About the word uncrippled
αβλαβής
not crippled
ενεργός,Εξωτερικός Ασθενής,ανθεκτικός,Σίδηρος,σφριγηλός,robust,ανώμαλος,σταθερός,δυνατός,γερός
άρρωστος,εξετάζω,ανάπηρος,εξασθενημένος,ετοιμόρροπος,ανάπηρος,άρρωστος,εξασθενημένος,Ασθενής,σταματώ
uncredited => μη αναγνωρισμένος, uncrazy => τρελός, uncoy => αδιάκριτη, uncovers => αποκαλύπτει, uncourageous => Δειλός,