Greek Meaning of nondisabled

μη ανάπηρος

Other Greek words related to μη ανάπηρος

Definitions and Meaning of nondisabled in English

nondisabled

not affected with a disability

FAQs About the word nondisabled

μη ανάπηρος

not affected with a disability

Εξωτερικός Ασθενής,ανθεκτικός,Σίδηρος,αβλαβής,υγιής,ενεργός,Ευέλικτος,χαρούμενος,κατάλληλο,σκληρός

άρρωστος,εξετάζω,ανάπηρος,άρρωστος,εξασθενημένος,Ασθενής,άρρωστος,ανίκανος,άρρωστος,άρρωστος, -η, -ο

nondestructive => μη καταστροφικός, nonderivative => μη παράγωγο, nondemocratic => Μη δημοκρατικός, nondemanding => ανεπιτήδευτος, nondeliberate => ακούσιος,