FAQs About the word mussing (up)

θολωμένος (πάνω)

to batter or handle roughly, to make chaotic or incoherent

χάνοντας (πάνω),σύναψη σύμβασης,δίπλωμα,ρυτίδες,πλέξιμο,κυματιστός,ανακάτεμα,κυματοειδές,δίπλωμα,πτύχωση

βραδιά,επίπεδωση,Σιδέρωμα,λείανση,σιδέρωμα,επείγον,Λείανση,ίσιωμα,συνωστισμός,ξεδιπλώνοντας

mussily => βρώμικα, musses (up) => μπερδεύει, musses => τσακισμένο, mussed (up) => ανακατεμένος, muss (up) => Χάλασε (πάνω),