Greek Meaning of rippling

κυματιστός

Other Greek words related to κυματιστός

Definitions and Meaning of rippling in English

Wordnet

rippling (n)

a small wave on the surface of a liquid

Webster

rippling (p. pr. & vb. n.)

of Ripple

FAQs About the word rippling

κυματιστός

a small wave on the surface of a liquidof Ripple

κυματιστός,κυλιόμενο,αυξανόμενη,Οίδημα,κυματώδης,ραβδωτός,ευθυγραμμισμένο,κυματιστός,κυματιστός,κυματιστός

ευθυγραμμισμένος,ακριβές,τακτικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,στολή,κάθετος,οριζόντιος,λείο,ίσιος,ευθυγραμμισμένο

ripplet => κυματισμός, ripple-marked => Κυματοειδής, ripple-grass => Γλυκιά, rippled => κυματιστός, ripple mark => ρυτιδώσεις άμμου,