Greek Meaning of rutted

ραβδωτός

Other Greek words related to ραβδωτός

Definitions and Meaning of rutted in English

Wordnet

rutted (s)

full of ruts

Webster

rutted (imp. & p. p.)

of Rut

FAQs About the word rutted

ραβδωτός

full of rutsof Rut

λακκούβα,ουλή,λακκούβες,κυματιστός,κυματιστός,Κυματοειδής,σπασμένο,ανώμαλος,Χοντρός,Ανεπαρκής

ακόμα,επίπεδος,επίπεδο,τακτικός,λείο,στολή,ευθυγραμμισμένος,ακριβές,οριζόντιος,αεροπλάνο

rutledge => Ράτλετζ, rutland => Ράτλαντ, rutinose. => Ρουτινόζη, rutin => ρουτίνα, rutilus rutilus => κοκκινοφτέρα,