Greek Meaning of knurly
σκαλλωτός
Other Greek words related to σκαλλωτός
- κονδυλώδης
- Σκαλιστό
- σπυρωτός
- κουτρουβάτος
- ξεβουρτσισμένο
- σκληρός
- κομπωτός
- μη ομοιόμορφο
- λακκούβα
- ουλή
- ραβδωτός
- λακκούβες
- σαν γυαλόχαρτο
- ατημέλητος
- τραχύς
- κυματιστός
- κυματιστός
- Κυματοειδής
- σπασμένο
- ανώμαλος
- Χοντρός
- Ανεπαρκής
- ακανόνιστος
- οδοντωτό
- ασύμμετρο
- εξογκωμένος
- Χαλικώδες
- κουρελιασμένος
- τραχύς
- Τραχύς
- ανώμαλος
- κοκαλιάρης
- ανισόρροπος
- ανομοιόμορφος
- ευθυγραμμισμένο
Nearest Words of knurly
Definitions and Meaning of knurly in English
knurly (superl.)
Full of knots; hard; tough; hence, capable of enduring or resisting much.
FAQs About the word knurly
σκαλλωτός
Full of knots; hard; tough; hence, capable of enduring or resisting much.
κονδυλώδης,Σκαλιστό,σπυρωτός,κουτρουβάτος,ξεβουρτσισμένο,σκληρός,κομπωτός,μη ομοιόμορφο,λακκούβα,ουλή
ακόμα,ακριβές,επίπεδος,επίπεδο,τακτικός,λείο,στολή,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ευθυγραμμισμένος,οριζόντιος
knurled => Σκαλιστό, knurl => Σχέση, knur => κόμπος, knuff => χτύπημα, knucks => κόμποι,