Greek Meaning of pocked
ουλή
Other Greek words related to ουλή
- κονδυλώδης
- Σκαλιστό
- λακκούβα
- ραβδωτός
- κυματιστός
- Κυματοειδής
- σπασμένο
- ξεβουρτσισμένο
- σκληρός
- Ανεπαρκής
- οδοντωτό
- κομπωτός
- ασύμμετρο
- σπυρωτός
- κουτρουβάτος
- κουρελιασμένος
- Τραχύς
- λακκούβες
- ατημέλητος
- τραχύς
- ανισόρροπος
- κυματιστός
- ευθυγραμμισμένο
- ανώμαλος
- Χοντρός
- ακανόνιστος
- σκαλλωτός
- εξογκωμένος
- μη ομοιόμορφο
- Χαλικώδες
- τραχύς
- ανώμαλος
- σαν γυαλόχαρτο
- κοκαλιάρης
- ανομοιόμορφος
Nearest Words of pocked
- pocket => τσέπη
- pocket battleship => Θωρηκτό τσέπης
- pocket billiards => Μπιλιάρδο τσέπης
- pocket book => Τσέπης βιβλίο
- pocket borough => τσέπης δήμος
- pocket bread => Πίτα
- pocket calculator => Αριθμομηχανή τσέπης
- pocket comb => τσέπης χτένα
- pocket dictionary => τσεπικό λεξικό
- pocket edition => Έκδοση τσέπης
Definitions and Meaning of pocked in English
pocked (s)
used of paved surfaces having holes or pits
marked by or as if by smallpox or acne or other eruptive skin disease
FAQs About the word pocked
ουλή
used of paved surfaces having holes or pits, marked by or as if by smallpox or acne or other eruptive skin disease
κονδυλώδης,Σκαλιστό,λακκούβα,ραβδωτός,κυματιστός,Κυματοειδής,σπασμένο,ξεβουρτσισμένο,σκληρός,Ανεπαρκής
ευθυγραμμισμένος,ακόμα,ακριβές,επίπεδος,επίπεδο,τακτικός,λείο,στολή,οριζόντιος,αεροπλάνο
pock-broken => Με σημάδια από ευλογιά, pockarred => φακιδάκια, pock => Ευλογιά, pochard => Λαλόβαρος, pocatello => Ποκατέλο,