Greek Meaning of pocked

ουλή

Other Greek words related to ουλή

Definitions and Meaning of pocked in English

Wordnet

pocked (s)

used of paved surfaces having holes or pits

marked by or as if by smallpox or acne or other eruptive skin disease

FAQs About the word pocked

ουλή

used of paved surfaces having holes or pits, marked by or as if by smallpox or acne or other eruptive skin disease

κονδυλώδης,Σκαλιστό,λακκούβα,ραβδωτός,κυματιστός,Κυματοειδής,σπασμένο,ξεβουρτσισμένο,σκληρός,Ανεπαρκής

ευθυγραμμισμένος,ακόμα,ακριβές,επίπεδος,επίπεδο,τακτικός,λείο,στολή,οριζόντιος,αεροπλάνο

pock-broken => Με σημάδια από ευλογιά, pockarred => φακιδάκια, pock => Ευλογιά, pochard => Λαλόβαρος, pocatello => Ποκατέλο,