Greek Meaning of burred
ξεβουρτσισμένο
Other Greek words related to ξεβουρτσισμένο
- σκληρός
- κομπωτός
- κονδυλώδης
- Σκαλιστό
- μη ομοιόμορφο
- κουτρουβάτος
- λακκούβα
- ουλή
- ραβδωτός
- σαν γυαλόχαρτο
- ατημέλητος
- τραχύς
- Κυματοειδής
- σπασμένο
- οδοντωτό
- σκαλλωτός
- ασύμμετρο
- σπυρωτός
- κουρελιασμένος
- Τραχύς
- λακκούβες
- ανισόρροπος
- κυματιστός
- κυματιστός
- ευθυγραμμισμένο
- ανώμαλος
- Χοντρός
- Ανεπαρκής
- ακανόνιστος
- εξογκωμένος
- Χαλικώδες
- τραχύς
- ανώμαλος
- κοκαλιάρης
- ανομοιόμορφος
Nearest Words of burred
- bur-reed family => Οικογένεια των Τυφίδων
- burrel => Μπερέλ
- burrel fly => Τσινέρι
- burrel shot => τυφεκιά από την κάννη
- burrfish => Σαξοπούλα
- burr-headed => φαλακρός
- burrhel => Μπλε πρόβατο
- burrhus frederic skinner => Μπέρες Φρέντερικ Σκίνερ (Burrhus Frederic Skinner)
- burrill bernard crohn => Μπουρίλ Μπέρναρντ Κρον
- burring => αποκοπή
Definitions and Meaning of burred in English
burred (s)
having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.
burred (imp. & p. p.)
of Burr
FAQs About the word burred
ξεβουρτσισμένο
having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.of Burr
σκληρός,κομπωτός,κονδυλώδης,Σκαλιστό,μη ομοιόμορφο,κουτρουβάτος,λακκούβα,ουλή,ραβδωτός,σαν γυαλόχαρτο
ευθυγραμμισμένος,ακόμα,επίπεδος,επίπεδο,λείο,στολή,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ακριβές,οριζόντιος,αεροπλάνο
burrawong => Μπουράουονγκ, burr oak => Βελανιδιά, burr millstone => Μυλόπετρα, burr marigold => Αρκτιούδα, burr drill => Φρεζάκι,