Greek Meaning of burred

ξεβουρτσισμένο

Other Greek words related to ξεβουρτσισμένο

Definitions and Meaning of burred in English

Wordnet

burred (s)

having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.

Webster

burred (imp. & p. p.)

of Burr

FAQs About the word burred

ξεβουρτσισμένο

having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.of Burr

σκληρός,κομπωτός,κονδυλώδης,Σκαλιστό,μη ομοιόμορφο,‏κουτρουβάτος‎,λακκούβα,ουλή,ραβδωτός,σαν γυαλόχαρτο

ευθυγραμμισμένος,ακόμα,επίπεδος,επίπεδο,λείο,στολή,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ακριβές,οριζόντιος,αεροπλάνο

burrawong => Μπουράουονγκ, burr oak => Βελανιδιά, burr millstone => Μυλόπετρα, burr marigold => Αρκτιούδα, burr drill => Φρεζάκι,