Greek Meaning of signed (up or on)
υπογεγραμμένο (πάνω ή σε)
Other Greek words related to υπογεγραμμένο (πάνω ή σε)
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- μισθωμένος
- στρατολογημένος
- υποθετικός
- καταταγμένος
- ταΐζω
- τοποθετημένο σε
- πληρωμένος
- τοποθετημένος
- Διατηρημένα
- ανέλαβε
- μαθητευόμενος/μαθήτρια
- συμφωνημένο
- δουλειά
- διατηρούμενο (στο)
- συνεργάτης
- προαγόμενος
- Επαναπροσληφθείς
- επανασυνδέεται
- επαναπροσληφθείς
- επαναπροσλήφθηκε
- επαναπροσλήφθηκε
- εργολάβος
- αναβαθμισμένος
Nearest Words of signed (up or on)
- signed on => Συνδεδεμένος
- signed up => εγγεγραμμένος
- significances => σημασίες
- significant others => σημαντικοί άλλοι
- significations => σημασίες
- signifies => σημαίνει
- signing (up or on) => υπογραφή (πάνω ή πάνω)
- signing off (on) => Υπογραφή σε/από
- signing on => Σύνδεση
- signing on (for) => σύνδεση σε (για)
Definitions and Meaning of signed (up or on) in English
signed (up or on)
No definition found for this word.
FAQs About the word signed (up or on)
υπογεγραμμένο (πάνω ή σε)
εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,μισθωμένος,στρατολογημένος,υποθετικός,καταταγμένος,ταΐζω,τοποθετημένο σε,πληρωμένος,τοποθετημένος
κονσέρβα,εκφορτισμένος,απολυμένος,απολυμένος,απολύω,απολύθηκε,κομμένο,κλειδωμένος,σε αναστολή εργασίας
signatures => Υπογραφές, signals => σήματα, signallers => Σηματωροί, signalled => σηματοδοτημένο, signalers => Σηματοδότες,