Greek Meaning of kicked out

πεταμένος έξω

Other Greek words related to πεταμένος έξω

Definitions and Meaning of kicked out in English

kicked out

to dismiss or eject forcefully or summarily

FAQs About the word kicked out

πεταμένος έξω

to dismiss or eject forcefully or summarily

εξόριστος,αποβάλλω / εξορίζω,κυνηγημένος,απολυμένος,εκτοπισμένος,εκδιωκόμενος,αποδείχτηκε,εκκίνηση (εκτός),φανερώθηκε,έτρεξε μακριά

αποδεκτό,παραδεκτός,έλαβε,πήρε,καλωσόρισε,πήρε μέσα,διασκεδασμένος,φιλοξενούν,στεγασμένος,καταλύει

kicked off => ξεκίνησε, kicked in => έχει ξεκινήσει, kicked back => χαλάρωσε, kicked around => κλώτσησε γύρω, kicked (off) => απολυμένος (από),