Greek Meaning of kicked off
ξεκίνησε
Other Greek words related to ξεκίνησε
- ξεκίνησε
- ξεκίνησε
- ανοιχτός
- ξεκίνησε να
- αρχισε
- επιβιβάστηκε (σε ή επί)
- εισήλθε (σε ή επί)
- έπεσε σε
- κατέβηκε
- ξεκίνησε
- παραχθεί
- αρχισμένος
- δημιούργησε
- ξεκίνησε
- πρέπει
- που ηγήθηκε
- κτύπησε (μέσα)
- υιοθετημένος
- αγκαλιάστηκε
- καθιερωμένος
- ιδρύθηκε
- εγκαινιάστηκε
- Καινοτόμος
- εδραιωμένος
- εφεύρε
- οργανωμένος
- προέρχεται
- πρωτοποριακός
- εγκαθίστατε
- γεννήθηκε
- ανέλαβε
- ανέλαβε
Nearest Words of kicked off
- kicked out => πεταμένος έξω
- kicked over => κλώτσησα
- kicked over the traces => βγαίνει εκτός ελέγχου
- kicked the bucket => κλώτσησε τον κουβά
- kicked up a fuss => Έκανε φασαρία
- kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο
- kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες
- kickers => κίκερς
- kicking (about) => κλωτσώντας
- kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα)
Definitions and Meaning of kicked off in English
kicked off
to make a kickoff, to start or resume play in football by a placekick, to mark the beginning of, the start of something, a kick that puts the ball into play in a football or soccer game, a kick that puts the ball into play (as in soccer or football), begin sense 1, to start out, die, to initiate proceedings
FAQs About the word kicked off
ξεκίνησε
to make a kickoff, to start or resume play in football by a placekick, to mark the beginning of, the start of something, a kick that puts the ball into play in
ξεκίνησε,ξεκίνησε,ανοιχτός,ξεκίνησε να,αρχισε,επιβιβάστηκε (σε ή επί),εισήλθε (σε ή επί),έπεσε σε,κατέβηκε,ξεκίνησε
Έπαψε,ολοκληρωμένο,κατέληξε,διακοπή,τελείωσε,τελειωμένος,σταμάτησε,λήξη,απολύω,εγκαταλελειμμένος
kicked in => έχει ξεκινήσει, kicked back => χαλάρωσε, kicked around => κλώτσησε γύρω, kicked (off) => απολυμένος (από), kicked (about) => αποβλήθηκε,