Greek Meaning of kicked around
κλώτσησε γύρω
Other Greek words related to κλώτσησε γύρω
- θεωρούμενος
- συζήτησαν
- διασκεδασμένος
- εξερευνηθεί
- με μάτια
- αμφισβητήθηκε
- μελετήθηκε
- ζυγισμένο
- μασουλήθηκε
- στοχαστικός
- κοίταξε
- Σκεφτόταν
- σκέψη (για ή πάνω από)
- Παλεύω (με)
- αναλυθέν
- σκέφτηκε
- εκ προθέσεως
- διαλογίστηκε
- περιστρεφόμενος
- αναμάσησε
- στρεμμένος
- βασανίζω το μυαλό μου με κάτι
- μασουλημένο
- ώριμη σκέψη
- συλλογίζομαι
- Λαξευμένος
- πάνω σε
- αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- εξεταστείσα
- απορροφάται
- αφομοιωμένος
- πίστευε
- κατέληξε
- χωνεμένος
- εξέφρασε γνώμη
- αιτιολογημένος
- εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- συλληφθεί
- σπάω το κεφάλι μου (για)
- ήπιε (σε)
- κατοικούμενος (σε ή επάνω)
- κατοίκησε (σε ή πάνω)
- εμμονικός (με ή σε)
- ανήσυχος (για κάποιον ή κάτι)
- εμμονή (περί ή πάνω από)
- θυμήθηκε
- εικάστηκε για
Nearest Words of kicked around
- kicked back => χαλάρωσε
- kicked in => έχει ξεκινήσει
- kicked off => ξεκίνησε
- kicked out => πεταμένος έξω
- kicked over => κλώτσησα
- kicked over the traces => βγαίνει εκτός ελέγχου
- kicked the bucket => κλώτσησε τον κουβά
- kicked up a fuss => Έκανε φασαρία
- kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο
- kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες
Definitions and Meaning of kicked around in English
kicked around
to treat in an inconsiderate or high-handed fashion, to consider, examine, or discuss from various angles, to undergo consideration usually intermittently over a period of time, to wander or pass time aimlessly, to lie about mostly unnoticed or forgotten
FAQs About the word kicked around
κλώτσησε γύρω
to treat in an inconsiderate or high-handed fashion, to consider, examine, or discuss from various angles, to undergo consideration usually intermittently over
θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,εξερευνηθεί,με μάτια,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,ζυγισμένο,μασουλήθηκε,στοχαστικός
παραβλεπόμενος,απολυμένος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,εξαντλημένος,υποτίμησε
kicked (off) => απολυμένος (από), kicked (about) => αποβλήθηκε, kicked => κλώτσησε, kickbacks => δωροδοκίες, kick up one's heels => Πηδάω,