Greek Meaning of galumphed

γαλουμπφέντ

Other Greek words related to γαλουμπφέντ

Definitions and Meaning of galumphed in English

galumphed

to move in a loud and clumsy way, to move with a clumsy heavy tread

FAQs About the word galumphed

γαλουμπφέντ

to move in a loud and clumsy way, to move with a clumsy heavy tread

ανακατεμένος,πατάω,σκόνταψε,εισέβαλε,συσσωματωμένος,σύρθηκε,ταλαντεύτηκε,τράβηξε,φορτωμένος,ομαδοποιημένος

γλίστρησε,ολίσθηση,χτυπημένο,αεράκι,γλίστρησε,παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη)

gals => κορίτσια, galls => χολή, gallowglasses => Γκαλογκλάσοι, gallopers => Αλογάκια, gallivants => γυρίζει,