Greek Meaning of gambled (on)
έπαιξαν τυχερά παιχνίδια (σε)
Other Greek words related to έπαιξαν τυχερά παιχνίδια (σε)
- ρισκάρανε
- περιπετειώδης
- στοιχηματίζω σε
- τυχαία
- αντιμέτωπος
- διακινδύνευσε
- αναλαμβάνω τον κίνδυνο
- δελεασčený
- τολμηρός
- γένιος
- στοιχημάτισε (σε)
- τόλμησε
- θρασύς
- εξετάζω
- διακυβευμένος
- τόλμησε
- απειλούμενο
- εκτεθειμένο
- αντιμέτωπος
- απειλούμενος
- απειλούμενος
- διακυβεύτηκε
- απειλούμενη
- outbraved
- υποβλήθηκε
- στοιχηματισμένο
Nearest Words of gambled (on)
Definitions and Meaning of gambled (on) in English
gambled (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word gambled (on)
έπαιξαν τυχερά παιχνίδια (σε)
ρισκάρανε,περιπετειώδης,στοιχηματίζω σε,τυχαία,αντιμέτωπος,διακινδύνευσε,αναλαμβάνω τον κίνδυνο ,δελεασčený,τολμηρός,γένιος
No antonyms found.
gamble (with) => τζόγος (με), gamble (on) => τζογάρει (σε), gambits => γκαμπί, gambado => Γκαμπάδο, galumphing => Καλπάζοντας,