Greek Meaning of ventured
τολμηρός
Other Greek words related to τολμηρός
Nearest Words of ventured
- venture capitalist => επενδυτής κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου
- venture capitalism => επιχειρηματικό κεφάλαιο
- venture capital => κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου
- venture => επιχείρηση
- ventro-inguinal => έξω-βουβωνικός
- ventro- => γαστρ-
- ventrimeson => Κοιλιακό μεσεντέριο
- ventriloquy => εγγαστριμυθία
- ventriloquous => κοιλιοφώνητης
- ventriloquizing => Εγαστριμυθία
Definitions and Meaning of ventured in English
ventured (imp. & p. p.)
of Venture
FAQs About the word ventured
τολμηρός
of Venture
απειλούμενο,ρισκάρανε,απειλούμενος,περιπετειώδης,διακυβευμένος,τζόγαρε (με),διακινδύνευσε,απειλούμενος,απειλούμενος,διακυβεύτηκε
Φρουρούμενος,προστατευμένο,συντηρημένο,ανανεωμένος,αποθηκευμένο,προστατευμένος,προστατευμένος
venture capitalist => επενδυτής κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, venture capitalism => επιχειρηματικό κεφάλαιο, venture capital => κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου, venture => επιχείρηση, ventro-inguinal => έξω-βουβωνικός,