FAQs About the word lumberer

ξυλοκόπος

One employed in lumbering, cutting, and getting logs from the forest for lumber; a lumberman.

Δασοπόνος,γρύλος,υλοτόμος,ξυλοκόπος,ξυλοκόπος,πριονιστής

No antonyms found.

lumbered => φορτωμένος, lumber state => Πολιτεία ξυλείας, lumber room => Αποθήκη, lumber jacket => Σακάκι υλοτόμου, lumber => ξύλο,