Greek Meaning of stimulative
διεγερτικό
Other Greek words related to διεγερτικό
- αναζωογονητικός
- αποκαταστατικός
- διεγερτικό
- επωφελής
- ενθαρρυντικός
- φιλικός
- υγιής
- τονωτικός
- φαρμακευτικός
- αναβιωτικό
- θεραπευτική
- Τονωτικό
- Ζωτικός
- ζωοποιητικό
- αναζωογονητικός
- κινούμενος
- κλιματισμός
- Διπλωματικός
- θεραπευτικός
- σκλήρυνση
- exhilarating
- υγιής
- χρήσιμος
- ζωογόνος
- επιτάχυνση
- διορθωτική
- αναζωογονητικός
- μεταρρυθμιστικός
- αναμορφωτήριο
- Αποκαταστατικός
- διορθωτικός
- επανορθωτικός
- υγιής
- ευεργετικός
- κοφτερός
- ενδυνάμωση
- υγιεινός
- αναζωογονητικός
Nearest Words of stimulative
Definitions and Meaning of stimulative in English
stimulative (a)
capable of arousing or accelerating physiological or psychological activity or response by a chemical agent
FAQs About the word stimulative
διεγερτικό
capable of arousing or accelerating physiological or psychological activity or response by a chemical agent
αναζωογονητικός,αποκαταστατικός,διεγερτικό,επωφελής,ενθαρρυντικός,φιλικός,υγιής,τονωτικός,φαρμακευτικός,αναβιωτικό
νεκρωτικό,εξουθενωτικό,επιβλαβής,αποστράγγιση,εξαντλητικός,επιζήμιος,μουδιαστικό,επιζήμιος,εξασθένιση,εξαντλητικό
stimulating => διεγερτικό, stimulated => διεγερμένος, stimulate => διεγείρω, stimulant drug => διεγερτικό, stimulant => διεγερτικό,