Greek Meaning of stimulative

διεγερτικό

Other Greek words related to διεγερτικό

Definitions and Meaning of stimulative in English

Wordnet

stimulative (a)

capable of arousing or accelerating physiological or psychological activity or response by a chemical agent

FAQs About the word stimulative

διεγερτικό

capable of arousing or accelerating physiological or psychological activity or response by a chemical agent

αναζωογονητικός,αποκαταστατικός,διεγερτικό,επωφελής,ενθαρρυντικός,φιλικός,υγιής,τονωτικός,φαρμακευτικός,αναβιωτικό

νεκρωτικό,εξουθενωτικό,επιβλαβής,αποστράγγιση,εξαντλητικός,επιζήμιος,μουδιαστικό,επιζήμιος,εξασθένιση,εξαντλητικό

stimulating => διεγερτικό, stimulated => διεγερμένος, stimulate => διεγείρω, stimulant drug => διεγερτικό, stimulant => διεγερτικό,