Greek Meaning of baptizing
βαπτίζοντας
Other Greek words related to βαπτίζοντας
- κλήση
- δικαιούχος
- ονοματοδοτώντας
- υποψηφιότητα
- τίτλος
- βάφτιση
- κλήση
- ονομαστικός
- που υποδηλώνει
- ορίζοντας
- Μεταγλώττιση
- επισήμανση
- ετικέτα
- ψευδώνυμο
- μετονομασία
- καθορισμός
- στίγμα
- στυλιζάρισμα
- όρος
- επωνυμία
- Κωδικό όνομα
- καλώ λάθος
- εσφαλμένη ονομασία
- Κακός τίτλος
- μετονομασία
- Επαναπροσδιορισμός
- Επετίμηση σήμανσης
- επώνυμο
- Επισήμανση
Nearest Words of baptizing
- bar => μπάρα
- bar absolute => Απόλυτη πίεση
- bar billiards => μπωλ μπαρ
- bar bit => Μπάρα κομματιών
- bar chart => Διάγραμμα ράβδων
- bar code => γραμμωτός κώδικας
- bar exam => Εξετάσεις εισόδου στον δικηγορικό σύλλογο
- bar examination => εξετάσεις δικηγορίας
- bar fly => Σταθερός πελάτης
- bar girl => κορίτσι μπαρ
Definitions and Meaning of baptizing in English
baptizing (p. pr. & vb. n.)
of Baptize
FAQs About the word baptizing
βαπτίζοντας
of Baptize
κλήση,δικαιούχος,ονοματοδοτώντας,υποψηφιότητα,τίτλος,βάφτιση,κλήση,ονομαστικός,που υποδηλώνει,ορίζοντας
εκφόρτωση,απόλυση,καταληκτικός,κονσερβοποίηση,αποστράτευση
baptizer => ο βαπτιστής, baptizement => βάπτισμα, baptized => βαπτισμένος, baptize => βαπτίζω, baptization => Βάπτισμα,