Greek Meaning of baptizing

βαπτίζοντας

Other Greek words related to βαπτίζοντας

Definitions and Meaning of baptizing in English

Webster

baptizing (p. pr. & vb. n.)

of Baptize

FAQs About the word baptizing

βαπτίζοντας

of Baptize

κλήση,δικαιούχος,ονοματοδοτώντας,υποψηφιότητα,τίτλος,βάφτιση,κλήση,ονομαστικός,που υποδηλώνει,ορίζοντας

εκφόρτωση,απόλυση,καταληκτικός,κονσερβοποίηση,αποστράτευση

baptizer => ο βαπτιστής, baptizement => βάπτισμα, baptized => βαπτισμένος, baptize => βαπτίζω, baptization => Βάπτισμα,