Greek Meaning of christening
βάφτιση
Other Greek words related to βάφτιση
- βάπτιση
- βαπτίζοντας
- κλήση
- Μεταγλώττιση
- επισήμανση
- ετικέτα
- ονοματοδοτώντας
- υποψηφιότητα
- επωνυμία
- κλήση
- ονομαστικός
- ορίζοντας
- δικαιούχος
- ψευδώνυμο
- στυλιζάρισμα
- όρος
- τίτλος
- Κωδικό όνομα
- που υποδηλώνει
- καλώ λάθος
- εσφαλμένη ονομασία
- Κακός τίτλος
- μετονομασία
- Επαναπροσδιορισμός
- Επετίμηση σήμανσης
- μετονομασία
- καθορισμός
- στίγμα
- Επισήμανση
Nearest Words of christening
- christiaan eijkman => Κρίστιαν Έικμαν
- christiaan huygens => Κρίστιαν Χόιχενς
- christian => Χριστιανός
- christian bible => Χριστιανική Βίβλος
- christian church => χριστιανική εκκλησία
- christian dior => Κριστιάν Ντιόρ
- christian era => Χριστιανική χρονολογία
- christian friedrich hebbel => Κρίστιαν Φρίντριχ Χέμπελ
- christian friedrich schonbein => Χριστιανός Φρίντριχ Σένμπαϊν
- christian holy day => χριστιανική εορτή
Definitions and Meaning of christening in English
christening (n)
giving a Christian name at baptism
christening (p. pr. & vb. n.)
of Christen
FAQs About the word christening
βάφτιση
giving a Christian name at baptismof Christen
βάπτιση,βαπτίζοντας,κλήση,Μεταγλώττιση,επισήμανση,ετικέτα,ονοματοδοτώντας,υποψηφιότητα,επωνυμία,κλήση
No antonyms found.
christened => Βαπτισμένος, christendom => χριστιανοσύνη, christen => βαφτίζω, christella => Χριστέλλα, christcross-row => Σταυρόλεξο,