Greek Meaning of christened

Βαπτισμένος

Other Greek words related to Βαπτισμένος

Definitions and Meaning of christened in English

Webster

christened (imp. & p. p.)

of Christen

FAQs About the word christened

Βαπτισμένος

of Christen

καθορισμένος,Μεταγλωττισμένη,ονομαζόμενος,ονομαζόμενος,βαπτισμένος,γιορτάζεται,ονομαστική αξία,γνωστός,επισημασμένος,επισημασμένο

Ανώνυμος,ανέκφραστος,ανώνυμος,ανώνυμος,Αβάπτιστος,αβάπτιστος,Άγνωστος,ανώνυμος,αδιευκρίνιστο,χωρίς τίτλο

christendom => χριστιανοσύνη, christen => βαφτίζω, christella => Χριστέλλα, christcross-row => Σταυρόλεξο, christcross => Διασταυρωμένα,