Greek Meaning of titled
με τίτλο
Other Greek words related to με τίτλο
Nearest Words of titled
Definitions and Meaning of titled in English
titled (s)
belonging to the peerage
titled (imp. & p. p.)
of Title
titled (a.)
Having or bearing a title.
FAQs About the word titled
με τίτλο
belonging to the peerageof Title, Having or bearing a title.
καθορισμένος,επισημασμένος,επισημασμένο,γιορτάζεται,ονομαστική αξία,Μεταγλωττισμένη,διάσημος,διάσημος,γνωστός,ονομαζόμενος
Ανώνυμος,ανέκφραστος,ανώνυμος,Άγνωστος,ανώνυμος,χωρίς τίτλο,μυστικά,ανώνυμος,Αβάπτιστος,αβάπτιστος
title role => Ο τίτλος του ρόλου, title page => Σελίδα Τίτλου, title of respect => τίτλος σεβασμού, title deed => τίτλος ιδιοκτησίας, title bar => Γραμμή τίτλου,