FAQs About the word unnamed

ανώνυμος

being or having an unknown or unnamed source

Ανώνυμος,ένα,βέβαιος,μερικά,Άγνωστος,αδιευκρίνιστο,δεδομένος,ιδιαίτερο,συγκεκριμένος

γνωστός,ονομαζόμενος

unnameable => ανώνυμος, unnail => ξεκαρφώνω, unmyelinated => μη μυελινέος, unmuzzle => απαλλάσσω από το φίμωτρο, unmutilated => ακέραιη,