FAQs About the word unmuffle

αποπνίγω

To take a covering from, as the face; to uncover., To remove the muffling of, as a drum.

εμβαθύνω,βελτιώνω,αύξηση,αυξάνω,ενισχύω,ενισχύω,αυξάνω,μεγενθύνω,ενισχύω

Μονώνω,πνίγω,βουβός,μαξιλάρι,πνίγω,ηχομονωτικό

unmown => ακούρευτη, unmoving => ακίνητος, unmoved => ακίνητος, unmovably => Αμετακίνητα, unmovable => Ακίνητος,