Greek Meaning of unmovable

Ακίνητος

Other Greek words related to Ακίνητος

Definitions and Meaning of unmovable in English

Wordnet

unmovable (s)

not able or intended to be moved

Webster

unmovable (a.)

Immovable.

FAQs About the word unmovable

Ακίνητος

not able or intended to be movedImmovable.

ακίνητος,ακίνητος,αναιρούμενος,ακίνητος,Στατικός,ακόμα,κολλημένος,γρήγορος,σταθερός,ακίνητος

φορητός,κινητός,κινητός,μετακινούμενο,κινητικός,φορητός,Αφαιρούμενος,αφαιρούμενο,μεταβιβάσιμο,μεταβιβάσιμο

unmourned => απένθητος, unmould => αποκαλούπωση, unmotorized => Μη μηχανοκίνητος, unmotorised => μη μηχανοκίνητο, unmotivated => μη ενθουσιώδης,