Greek Meaning of extruding

Έκθλιψη

Other Greek words related to Έκθλιψη

Definitions and Meaning of extruding in English

Webster

extruding (p. pr. & vb. n.)

of Extrude

FAQs About the word extruding

Έκθλιψη

of Extrude

εξορία,καταδίωξη,απορρίπτω,εκτίναξη,Απέλαση,ανάκαμψη,έξωση,απόλυση,ανατροπή,Απομάκρυνση

Αποδεκτός,παραδεχόμενοι,λήψη,λήψη,παραλαμβάνω,φιλόξενος,Διασκεδαστικό,που κρύβει,στέγαση,διαμονή

extruded => εξωθημένος, extrude => Εξώθηση, extructor => εκχυλιστήρας, extructive => εξαγωγικός, extruction => Εκχύλιση,