Greek Meaning of lived

ζούσε

Other Greek words related to ζούσε

Definitions and Meaning of lived in English

Webster

lived (imp. & p. p.)

of Live

Webster

lived (a.)

Having life; -- used only in composition; as, long-lived; short-lived.

FAQs About the word lived

ζούσε

of Live, Having life; -- used only in composition; as, long-lived; short-lived.

κατοικούσε,έμεινε,κατοικούσε,κατοικούσε,έμεινε,κατοικία,συγκατοικούσαν,συχνά επισκέπτεται,απαγχονισμένος (σε),στοιχειωμένο

αποθανών,πέθανε,Εξαφανίστηκε,νεκρός,Έπαψε,πέθανε,τελείωσε,εξατμισμένος,ληγμένο,πέθανε

liveborn infant => Ζωντανό νεογνό, liveborn => Ζωντανή γέννηση, live-bearing => ζωοτόκος, live-bearer => Ζωοτόκος, live-and-die => ζει-και πεθαίνει,