Greek Meaning of livelihood
βιοπορισμός
Other Greek words related to βιοπορισμός
- επιχείρηση
- Απασχόληση
- ζωντανό
- Επιχείρηση
- πεδίο
- παιχνίδι
- εργασία
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- ρακέτα
- εμπόριο
- Κάλεσμα
- δουλειά
- ραντεβού
- τέχνη
- Εργασία
- Θέση ελλιμενισμού
- κλήση
- κλήση
- χειροτεχνία
- καθήκον
- αρραβώνας
- λειτουργία
- συναυλία
- χειροτεχνία
- Χειροτεχνία
- τοποθετώ
- έργο ζωής
- γραμμή
- Φόρτωμα
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- αποστολή
- γραφείο
- τόπος
- θέση
- ανάρτηση
- Κατάσταση
- εργασία
- Φόρτος εργασίας
Nearest Words of livelihood
Definitions and Meaning of livelihood in English
livelihood (n)
the financial means whereby one lives
livelihood (n.)
Subsistence or living, as dependent on some means of support; support of life; maintenance.
Liveliness; appearance of life.
FAQs About the word livelihood
βιοπορισμός
the financial means whereby one livesSubsistence or living, as dependent on some means of support; support of life; maintenance., Liveliness; appearance of life
επιχείρηση,Απασχόληση,ζωντανό,Επιχείρηση,πεδίο,παιχνίδι,εργασία,επάγγελμα,επάγγελμα,ρακέτα
Χόμπι,καταδίωξη,χόμπι
livelihed => Μέσα διαβίωσης, live-forever => Αειφύλλου, livedo => Λιβεδο, lived => ζούσε, liveborn infant => Ζωντανό νεογνό,