Greek Meaning of birch
Σημύδα
Other Greek words related to Σημύδα
- Δέρμα αγελάδας
- κόβω
- μαστιγωτό
- κλικ
- κρύβω
- μαστίγιο
- χτυπάω
- Μάστιγα
- Δέρμα
- ωμό δέρμα
- μάστιγα
- Κατηγορία
- Ξύλο
- διακόπτης
- μαυρισμένος
- φάλαινα
- μαστίγιο
- μπανγκ
- νυχτερίδα
- κουτί
- μπαστούνι
- χειροκρότημα
- κλιπ
- ανεμίζω
- μαστίγιο
- χτύπημα
- μαστίγιο
- μαυλί
- Γούνα
- λίρα
- γροθιά
- μαστίγιο
- Χαστούκι
- χαστούκι
- Ιμάντας
- σάρωση
- θράσι
- χτύπημα
- bash
- Περιχύνω
- Ζύμη
- ρυθμός
- ζώνη
- μπλακτζακ
- ρόπαλο
- μποπ
- Μπουφές
- τάπα
- προτομή
- δείρω
- επιρροή
- κλαμπ
- ρωγμή
- ρόπαλο
- μανσέτα
- ψέμα
- μαστιγώνω
- σφυρί
- Δαντέλα
- λάμδα
- αφρός
- τσαλακώνω
- Κουπί
- επικόλληση
- σφαιρίδιο
- χτυπάω
- τραχύς
- Πλάκα
- γυμνοσάλιαγκας
- τιμωρεί
- κάλτσα
- SWAT
- αλωνίζω
- κτύπημα
- χτύπημα
- ρετουσάρισμα
- Ράπισμα
- εφάρμοσε εργασία
Nearest Words of birch
- biramous => διμερής
- biradiated => Διπλοακτινοβόλος
- biradiate => δισφηνής
- biradially => Διπλής ακτινικής κατεύθυνσης
- biradial => διπλά ακτινικό
- biracial => διφυής
- biquintile => Διπλή Πενταμοιρία
- biquadratic polynomial => Δεύτερης τάξης πολυώνυμο
- biquadratic equation => Τετραγωνική εξίσωση
- biquadratic => τετραγωνική
Definitions and Meaning of birch in English
birch (n)
hard close-grained wood of any of various birch trees; used especially in furniture and interior finishes and plywood
any betulaceous tree or shrub of the genus Betula having a thin peeling bark
a switch consisting of a twig or a bundle of twigs from a birch tree; used to hit people as punishment
birch (v)
whip with a birch twig
birch (s)
consisting of or made of wood of the birch tree
birch (n.)
A tree of several species, constituting the genus Betula; as, the white or common birch (B. alba) (also called silver birch and lady birch); the dwarf birch (B. glandulosa); the paper or canoe birch (B. papyracea); the yellow birch (B. lutea); the black or cherry birch (B. lenta).
The wood or timber of the birch.
A birch twig or birch twigs, used for flogging.
A birch-bark canoe.
birch (a.)
Of or pertaining to the birch; birchen.
birch (v. t.)
To whip with a birch rod or twig; to flog.
FAQs About the word birch
Σημύδα
hard close-grained wood of any of various birch trees; used especially in furniture and interior finishes and plywood, any betulaceous tree or shrub of the genu
Δέρμα αγελάδας,κόβω,μαστιγωτό,κλικ,κρύβω,μαστίγιο,χτυπάω,Μάστιγα,Δέρμα,ωμό δέρμα
No antonyms found.
biramous => διμερής, biradiated => Διπλοακτινοβόλος, biradiate => δισφηνής, biradially => Διπλής ακτινικής κατεύθυνσης, biradial => διπλά ακτινικό,