Greek Meaning of pommel
σφαιρίδιο
Other Greek words related to σφαιρίδιο
- νυχτερίδα
- Ζύμη
- ρυθμός
- ζώνη
- σφυρί
- κρύβω
- χτύπημα
- χτυπάω
- Μάστιγα
- μαυλί
- Γούνα
- λίρα
- γροθιά
- Χαστούκι
- Ξύλο
- κτύπημα
- μαστίγιο
- bash
- Περιχύνω
- υπογραμμίζω
- Σημύδα
- ρόπαλο
- κουτί
- Μπουφές
- μπαστούνι
- κόβω
- κλαμπ
- ρωγμή
- ρόπαλο
- μανσέτα
- κάρυ
- κάνω
- ψέμα
- μαστίγιο
- Δαντέλα
- λοιδορώ
- επικρίνω
- αφρός
- Δέρμα
- Κουπί
- χτυπάω
- επιδρομή
- χτύπημα
- Πλάκα
- Σλόγκαν
- χαστούκι
- συντρίβω
- καταιγίδα
- Ιμάντας
- σάρωση
- διακόπτης
- μαυρισμένος
- θράσι
- αλωνίζω
- Ράπισμα
- χτύπημα
- φάλαινα
- ουάπ
- εφάρμοσε εργασία
- πληγή
- φράζω
- διάτρηση
- τραχύς (πάνω)
- περικυκλωμένος
- μπλακτζακ
- προτομή
- δείρω
- επιρροή
- Δέρμα αγελάδας
- μαστιγωτό
- αίμα
- μαστίγιο
- σκίζω
- λάμδα
- τσαλακώνω
- επικόλληση
- ωμό δέρμα
- βιασύνη
- μάστιγα
- κάλτσα
- SWAT
- χτύπημα
- σάλπιγγα
- whou
- θόρυβος
- κατεβαίνω (πάνω ή πάνω)
- πήδα (σε)
- βάζω πάνω
- χάος (πάνω)
Nearest Words of pommel
Definitions and Meaning of pommel in English
pommel (n)
a handgrip that a gymnast uses when performing exercises on a pommel horse
handgrip formed by the raised front part of a saddle
an ornament in the shape of a ball on the hilt of a sword or dagger
pommel (v)
strike, usually with the fist
FAQs About the word pommel
σφαιρίδιο
a handgrip that a gymnast uses when performing exercises on a pommel horse, handgrip formed by the raised front part of a saddle, an ornament in the shape of a
νυχτερίδα,Ζύμη,ρυθμός,ζώνη,σφυρί,κρύβω,χτύπημα,χτυπάω,Μάστιγα,μαυλί
No antonyms found.
pomme de prairie => Άγριο μήλο, pomme blanche => λευκή πατάτα, pomiculture => οπωροκομία, pomfret => Πομφρέ, pomeranian => Πόμερανιαν,