Greek Meaning of wore (away)

φθαρμένο (μακριά)

Other Greek words related to φθαρμένο (μακριά)

Definitions and Meaning of wore (away) in English

wore (away)

to gradually disappear or to cause (something) to gradually disappear or become thinner, smaller, etc., because of use

FAQs About the word wore (away)

φθαρμένο (μακριά)

to gradually disappear or to cause (something) to gradually disappear or become thinner, smaller, etc., because of use

επιδεινωμένο,διάβρωση,καθαρισμένο,ξεθωριασμένος,εξασθενημένος,Σταυρωμένο (πάνω),υπονομεύει,μολυσμένος,κατεστραμμένο,αιματοβαμμένος

γιατρεμένος,παραποιημένο,σταθερός,γιατρεύτηκε,βοήθησε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,Διορθωμένο,επισκευάστηκε

wordsmiths => λεξοτεχνίτες, wordplays => λογοπαίγνια, wordmongers => φρασεοκάπηλοι, wordbooks => Λεξικά, wordage => αριθμός λέξεων,