Greek Meaning of queered
queered
Other Greek words related to queered
- κατευνασμένος
- Υποβαθμισμένο
- ταπεινωμένος
- στεναχωρημένος
- ταπεινός
- ταπεινωμένος
- ταραγμένος
- ντροπιασμένος
- ανήσυχος
- ταραγμένος
- ενοχλημένο
- απογοητευμένος
- δυσάρεστος
- αναστατωμένος
- αποσυντονισμένος
- απογοητευμένος
- ανήσυχος
- διαταραγμένος
- Αμήχανος
- πανικόβλητος
- ταπεινωμένος
- έκπληκτος
- αναβάλλω
- ανισόρροπος
- αναστατωμένος
- ντροπιασμένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- αμήχανος
- αποθαρρυμένος
- χασούρης
- μπερδεμένος
- σβήνω
- ταραγμένος
Nearest Words of queered
Definitions and Meaning of queered in English
queered
of, relating to, or being a person whose gender identity cannot be categorized as solely male or female, differing in some way from what is usual or normal, of, relating to, or being a person whose sexual orientation is not heterosexual and/or whose gender identity is not cisgender, of, relating to, or characterized by sexual or romantic attraction that is not limited to people of a particular gender identity or sexual orientation, eccentric, unconventional, of, relating to, or being a person whose gender identity differs from the sex the person was identified as having at birth, of, relating to, or characterized by sexual or romantic attraction to members of one's own sex
FAQs About the word queered
queered
of, relating to, or being a person whose gender identity cannot be categorized as solely male or female, differing in some way from what is usual or normal, of,
κατευνασμένος,Υποβαθμισμένο,ταπεινωμένος,στεναχωρημένος,ταπεινός,ταπεινωμένος,ταραγμένος,ντροπιασμένος,ανήσυχος,ταραγμένος
Ηρεμος,επευφημούσαν,παρηγορημένος,παρηγορημένος,ενθάρρυνε,ανακουφισμένος,κατευνασμένος,σίγουρος,Ανυψωμένος,ενθαρρυμένος
queened (it over) => βασίλευε (επάνω), queen (it over) => βασίλισσα (υπερβολικό), queazy => ναυτία, quays => προκυμαίες, quavery => τρεμάμενος,