Greek Meaning of desolated

ερημωμένος

Other Greek words related to ερημωμένος

Definitions and Meaning of desolated in English

Webster

desolated (imp. & p. p.)

of Desolate

FAQs About the word desolated

ερημωμένος

of Desolate

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,κατεστραμμένος,θρυμματισμένος,βυθισμένο,εξαντλημένος,ανάπηρος,θρυμματισμένος,κατεστραμμένος

κατασκευασμένο,ανεγερθεί,σταθερός,βάζω,ανυψωμένο,εκτραφεί,επισκευάστηκε,εγκαθίστατε,κατασκευασμένος,δημιούργησε

desolate => έρημος, desmond tutu => Desmond Tutu, desmomyaria => Δεσμομύαρια, desmology => Δεσμολογία, desmoid => Δεσμοειδής όγκος,