Greek Meaning of scotched

σκοτώθηκε

Other Greek words related to σκοτώθηκε

Definitions and Meaning of scotched in English

Webster

scotched (imp. & p. p.)

of Scotch

FAQs About the word scotched

σκοτώθηκε

of Scotch

εξαντλημένος,νίκησε,ανατιναγμένη,ανάπηρος,θρυμματισμένος,κατεστραμμένος,δεκατισμένος,ηττημένος,κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος

κατασκευασμένο,ανεγερθεί,σταθερός,Διαμορφωμένο,εφεύρε,έκανε,βάζω,ανυψωμένο,εκτραφεί,επισκευάστηκε

scotch woodcock => Σκωτσέζικη μπεκάτσα, scotch whisky => σκωτσέζικο ουίσκι, scotch whiskey => σκοτσέζικο ουίσκι, scotch thistle => Γαϊδουράγκαθο, scotch terrier => Σκωτσέζικο Τεριέ,