Greek Meaning of foul play
άτιμο παιχνίδι
Other Greek words related to άτιμο παιχνίδι
Nearest Words of foul play
Definitions and Meaning of foul play in English
foul play (n)
unfair or dishonest behavior (especially involving violence)
FAQs About the word foul play
άτιμο παιχνίδι
unfair or dishonest behavior (especially involving violence)
Αίμα,ανθρωποκτονία,φόνος,Αιματοχυσία,χασάπικο,Σφαγή,ανθρωποκτονία εξ αμελείας,Αποδεκάτιση,καταστροφή,ευθανασία
μη βία,ειρηνισμός,ειρηνισμός
foul out => αποβολή με φάουλ, foul line => Γραμμή βολών, foul ball => Άκυρο χτύπημα, foul => φάουλ, foughten => πολέμησε,