Greek Meaning of euthanasia
ευθανασία
Other Greek words related to ευθανασία
- ανθρωποκτονία
- φόνος
- Υποβοηθούμενη αυτοκτονία
- καταστροφή
- εκτέλεση
- άτιμο παιχνίδι
- ανθρωποκτονία εξ αμελείας
- Ευθανασία
- Ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία
- Σφαγή
- Αίμα
- Αιματοχυσία
- χασάπικο
- Σφαγή
- ανθρωποκτονία εξ αμελείας
- Αποδεκάτιση
- Φρατροκτονία
- χτύπημα
- μητροκτονία
- πατροκτονία
- Πατροκτονία
- βασιλοκτόνος
- εκτέλεση
Nearest Words of euthanasia
Definitions and Meaning of euthanasia in English
euthanasia (n)
the act of killing someone painlessly (especially someone suffering from an incurable illness)
euthanasia (n.)
An easy death; a mode of dying to be desired.
FAQs About the word euthanasia
ευθανασία
the act of killing someone painlessly (especially someone suffering from an incurable illness)An easy death; a mode of dying to be desired.
ανθρωποκτονία,φόνος,Υποβοηθούμενη αυτοκτονία,καταστροφή,εκτέλεση,άτιμο παιχνίδι,ανθρωποκτονία εξ αμελείας,Ευθανασία,Ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία,Σφαγή
No antonyms found.
eutexia => ευτηκτικό, euterpean => ευτερπικός, euterpe oleracea => Ελαιοφοίνικας, euterpe => Ευτέρπη, eutectoid steel => εύτεκτοειδής χάλυβας,