FAQs About the word replacing

αντικαθιστώντας

the act of furnishing an equivalent person or thing in the place of another

υποκαθιστώντας,υπερισχύων,μετατοπίζοντας,ανακούφιση,αντικατάσταση,κόψιμο,εκτόπιση,προλαμβάνω,σφετεριστής

λήψη,Απομάκρυνση

replacement cost => Κόστος αντικατάστασης, replacement => αντικατάσταση, replaceable => αντικαταστάσιμος, replaceability => αντικαταστασιμότητα, replace => αντικαταστήσει,