Greek Meaning of rephrasing
Αναδιατύπωση
Other Greek words related to Αναδιατύπωση
Nearest Words of rephrasing
- rephrase => Παραφράζω
- repetitor => επισωτημονικός συνεργάτης
- repetitiveness => επαναληψιμότητα
- repetitively => επανειλημμένα
- repetitive => επαναλαμβανόμενος
- repetitiousness => επαναληψιμότητα
- repetitious => επαναλαμβανόμενος
- repetitioner => επαναλήπτης
- repetitionary => επαναληπτικός
- repetitional => επαναλαμβανόμενος
Definitions and Meaning of rephrasing in English
rephrasing (n)
changing a particular word or phrase
FAQs About the word rephrasing
Αναδιατύπωση
changing a particular word or phrase
μετάφραση,μετάφραση,Παράφραση,αναδιατύπωση,αναδιατύπωση,αναδιατύπωση,περίληψη,Ανακεφαλαίωση,επανάληψη,επανάληψη
Αντίγραφο,εισαγωγικά,παράθεση,μεταγραφή,μεταγραφή
rephrase => Παραφράζω, repetitor => επισωτημονικός συνεργάτης, repetitiveness => επαναληψιμότητα, repetitively => επανειλημμένα, repetitive => επαναλαμβανόμενος,