Greek Meaning of repetitional
επαναλαμβανόμενος
Other Greek words related to επαναλαμβανόμενος
Nearest Words of repetitional
- repetitionary => επαναληπτικός
- repetitioner => επαναλήπτης
- repetitious => επαναλαμβανόμενος
- repetitiousness => επαναληψιμότητα
- repetitive => επαναλαμβανόμενος
- repetitively => επανειλημμένα
- repetitiveness => επαναληψιμότητα
- repetitor => επισωτημονικός συνεργάτης
- rephrase => Παραφράζω
- rephrasing => Αναδιατύπωση
Definitions and Meaning of repetitional in English
repetitional (a.)
Alt. of Repetitionary
FAQs About the word repetitional
επαναλαμβανόμενος
Alt. of Repetitionary
Επαναλάβετε,Επανάληψη,διπλοτυπία,Επανάληψη,επανάληψη,ανανέωση,replica,απαγγελία,επανάληψη,Διπλασιασμός
No antonyms found.
repetend => ρεπετένδο, reperuse => επαναχρησιμοποίηση, reperusal => επανεξέταση, repertory company => ο θίασος, repertory => Ρεπερτόριο,