Greek Meaning of gearing
Γρανάζι
Other Greek words related to Γρανάζι
- προσαρμογή
- φιλόξενος
- προσαρμοστικός
- ρύθμιση
- κλιματισμός
- συμμορφούμενος
- μόρφωση
- κατάλληλος
- ταιριαστό
- μοντελοποίηση
- μοντελοποίηση
- Σχέδιο
- θέση
- διαμόρφωση
- κατάλληλος
- Ραπτική
- συντονισμός
- Προσαρμογή
- αναπροσαρμογή
- εγκλιματισμός
- συντονισμός
- Θεραπεία
- Επεξεργασία
- εξοπλισμός
- ίδρυση
- εξοικείωση
- εναρμονιστική
- Προσανατολιστικός
- προσανατολιστικός
- ριζοβόληση
- διορθωτικός
- προετοιμάζει
- επαναπροσαρμογή
- τετραγωνισμός
- Γνωριμία
- τροποποίηση
- σκλήρυνση
- αποδίδοντας
- Τροποποίηση
- αστάρωμα
- αναδιαμόρφωση
- ανάκτηση
- ανακύκλωση
- Εστίαση
- δοκιμάζοντας
- επαναδημιουργία
- αναθεώρηση
- καρύκευμα
- κατακάθιση
- ενίσχυση
- μεταμόρφωση
- μετατροπή
- μεταποίηση
- Νέος σχεδιασμός
- Αναδόμηση
- επανεκτέλεση
- αναδιοργάνωση
- επανασχεδιασμός
- Αναδιαμόρφωση
- επισκευή
- επανεφεύρεση
- αναδιοργάνωση
- ανακαίνιση
- ανανέωση
- αναθεώρηση
Nearest Words of gearing
Definitions and Meaning of gearing in English
gearing (n)
wheelwork consisting of a connected set of rotating gears by which force is transmitted or motion or torque is changed
gearing (p. pr. & vb. n.)
of Gear
gearing (n.)
Harness.
The parts by which motion imparted to one portion of an engine or machine is transmitted to another, considered collectively; as, the valve gearing of locomotive engine; belt gearing; esp., a train of wheels for transmitting and varying motion in machinery.
FAQs About the word gearing
Γρανάζι
wheelwork consisting of a connected set of rotating gears by which force is transmitted or motion or torque is changedof Gear, Harness., The parts by which moti
προσαρμογή,φιλόξενος,προσαρμοστικός,ρύθμιση,κλιματισμός,συμμορφούμενος,μόρφωση,κατάλληλος,ταιριαστό,μοντελοποίηση
κακή προσαρμογή
geared wheel => Γρανάζι, geared => Ενσύρματο, gearbox => Κιβώτιο ταχυτήτων, gear wheel => Γρανάζι, gear up => Ετοιμάσου,