Greek Meaning of thrashing (out)

ξύλο (έξω)

Other Greek words related to ξύλο (έξω)

Definitions and Meaning of thrashing (out) in English

thrashing (out)

to talk about (something) in order to make a decision, find a solution, etc.

FAQs About the word thrashing (out)

ξύλο (έξω)

to talk about (something) in order to make a decision, find a solution, etc.

φέρνοντας μπροστά,Δημιουργώντας,υπό ανάπτυξη,Σφυρηλάτηση,λείανση,σφυρηλάτηση,προπόνηση,προθέρμανση,επιτυγχάνοντας,πραγματοποιώντας

Καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,κατεδάφιση,κατεδάφιση,ισοπέδωση,καταστρεπτικός,καταστροφική,ακύρωση

thrashes (out) => δέρνει, thrashes => ξυλοφορτώνει, thrashed (out) => ξυλοκοπημένος (έξω), thrash (out) => Χτυπήστε (έξω), thralls => Σκλάβοι,