Greek Meaning of sweating
εφίδρωση
Other Greek words related to εφίδρωση
- εργαζόμενος
- προσπαθώντας
- αγωνιζόμενος
- λειτουργική
- κοπιαστικός
- προσπαθώντας
- ανασκαφή
- βιαστικός
- κουραστικός
- αργός
- όργωμα
- Συνδέοντας
- ενασχολούμαι με το σκλάβωμα
- Τέντωμα
- Σκληραγωγία
- γεννώ
- Προσπαθώντας
- τράβηγμα
- τραντάγματα
- σκάψιμο (μακριά)
- καρφώνω
- σκίζω
- επιτιθέμενος
- οδήγηση
- προσπαθώντας
- εξασκούμενος
- Ασκών
- εκφοβισμός
- υπερεργασία
- γρατζουνίζοντας
- ξύσιμο
- βηματισμός
- Βαδίζω στο νερό
- αίτηση (του εαυτού μου)
- Εργατικός
- λυγίζοντας
- σκάψιμο
- βγάζω το ψωμί μου
- λείανση
- σφυροκόπημα
- βάζω πλώρη
- υπερκόπωση
- συνεισφορά
- ιδρώνει αίμα
- σπάσιμο
- άστεγος
- ανατριχιαστικός
- αναβάλλω
- ρελαντί
- τεμπελιά
- τεμπελιάζω
- ξεκούραστος
- αποφυγή
- χαλάρωση
- ελάφρυνση (αυξανόμενη)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- χαλαρώνω
- ηλιοθεραπεία
- μερική συμμετοχή
- ασήμαντος
- τεμπελιάζω
- κρεμαστό
- τεμπέλιασε
- παίζοντας
- χαλαρωτικό
- αναπαυόμενος
- ασήμαντος
- ολιγωρία
- Σκιτσάρισμα
- μαλακίες (έξω)
- χακάρισμα (γύρω)
- τεμπελιάζω
- χαλάρωση
- χάσιμο
- ανοησία
- χαβαλές
- σκασίλα (γύρω)
- να κρέμεται
- αστειεύομαι
- αταξίες
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
Nearest Words of sweating
Definitions and Meaning of sweating in English
sweating (n)
the process of the sweat glands of the skin secreting a salty fluid
FAQs About the word sweating
εφίδρωση
the process of the sweat glands of the skin secreting a salty fluid
εργαζόμενος,προσπαθώντας,αγωνιζόμενος,λειτουργική,κοπιαστικός,προσπαθώντας,ανασκαφή,βιαστικός,κουραστικός,αργός
σπάσιμο,άστεγος,ανατριχιαστικός,αναβάλλω,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση
sweater girl => Κορίτσι με πουλόβερ, sweater => Πουλόβερ, sweatbox => Σάουνα, sweatband => επιδέστρα ιδρώτα, sweat suit => φόρμα γυμναστικής,