Greek Meaning of lazing

τεμπελιά

Other Greek words related to τεμπελιά

Definitions and Meaning of lazing in English

Webster

lazing (p. pr. & vb. n.)

of Laze

FAQs About the word lazing

τεμπελιά

of Laze

νυσταγμένος,ελεύθερος χρόνος,μεσημεριανό ύπνο,ξεκούραστος,νυστάζω,αδρανής,υπνηλία,υπνάκος,αποσυμπίεση,ευκολία

Εργασία,δουλειά,προσπάθεια,πίεση,στρες,τάση,Μόχθος,καταπόνηση,ένταση

laziness => οκνηρία, lazily => τεμπέλα, lazed => τεμπέλιαζε, laze => τεμπέλης, lazarwort => Σεντέκος ο απλός,