Greek Meaning of bumming

άστεγος

Other Greek words related to άστεγος

Definitions and Meaning of bumming in English

Webster

bumming (n.)

of Bum

FAQs About the word bumming

άστεγος

of Bum

ανατριχιαστικός,κωλυσιεργία,βόμβος,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,τεμπέλιασε,ανοησίες,παίζοντας,σκουντούμπι

άλεση,ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,εφίδρωση,Σκληραγωγία

bummery => απογοήτευση, bummer => απογοήτευση, bummed => απογοητευμένος, bummalo => Μπουμπαλό, bumkin => πήχυς,