Greek Meaning of truanting
απουσιολογία
Other Greek words related to απουσιολογία
- άστεγος
- κωλυσιεργία
- βόμβος
- τεμπελιάζω
- ρελαντί
- τεμπελιά
- τεμπελιάζω
- προσομοίωση
- ανοησίες
- χακάρισμα (γύρω)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- πλανόδιος
- ανατριχιαστικός
- αναβάλλω
- νυσταγμένος
- αστείος
- ασήμαντος
- αναστολή εργασίας
- χειμάζοντας
- καθυστερημένο
- επίμονος
- Στέκομαι ακίνητος
- τεμπέλιασε
- ασήμαντο
- παίζοντας
- ξεκούραστος
- Περίπατος
- ασήμαντος
- θερινή νάρκη
- ολιγωρία
- Θέρος ύπνος
- πείραγμα (με)
- μαλακίες (έξω)
- να κρέμεται
- κλωτσώντας γύρω
- χαλαρώνει
- τεμπέλης
- πιθηκισμοί
- καθαρισμός
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
- βολτάροντας
- χάσιμο
- παραπλανητικός
- προσποιούμενος
- σκουντούμπι
- χαλαρωτικό
- καθυστέρηση
- πλαστός
- βραδέως
- κύκνος
Nearest Words of truanting
Definitions and Meaning of truanting in English
truanting
to idle away time especially while playing truant, one who stays out of school without permission, shirking responsibility, one who shirks duty, a student who stays out of school without permission, a person who neglects duty, being, resembling, or characteristic of a truant
FAQs About the word truanting
απουσιολογία
to idle away time especially while playing truant, one who stays out of school without permission, shirking responsibility, one who shirks duty, a student who s
άστεγος,κωλυσιεργία,βόμβος,τεμπελιάζω,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,προσομοίωση,ανοησίες,χακάρισμα (γύρω)
υποβάλλων αίτηση,άλεση,ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,εφίδρωση
truanted => Απουσίασε αδικαιολόγητα, troughs => Τάφροι, troubleshooters => ανιχνευτές προβλημάτων, troubles => προβλήματα, troublemaking => Δημιουργία προβλημάτων,