Greek Meaning of trudges
σέρνεται
Other Greek words related to σέρνεται
- Ανακατεύει
- στόμπος
- σκοντάφτει
- Ναυαγοσωστικά
- συστάδες
- σύρει
- φλένδρες
- τραβάει
- ξυλοκόποι
- παραπατά
- βαδίζω αργά και βαριά
- λίρες
- σκορπαρισμένα
- δουλειά
- βάλτοι
- τσαλαπατώ
- γραμματόσημα
- κούτσουρα
- υφάσματα
- γέρνει
- Ρόπαλα
- Αποτυχίες
- σβώλοι
- μπομπίνες
- συμπλοκές
- γρατσουνιές
- κουνιέται
- κλυδωνίζεται
- ταλαντεύεται
- αλήτες
- θρίαμβοι
- κουνιέται
Nearest Words of trudges
Definitions and Meaning of trudges in English
trudges
to walk or march steadily and usually laboriously, to walk or march steadily and usually with much effort, a long tiring walk, to trudge along or over
FAQs About the word trudges
σέρνεται
to walk or march steadily and usually laboriously, to walk or march steadily and usually with much effort, a long tiring walk, to trudge along or over
Ανακατεύει,στόμπος,σκοντάφτει,Ναυαγοσωστικά,συστάδες,σύρει,φλένδρες,τραβάει,ξυλοκόποι,παραπατά
ρεύματα,πλωτήρες,ολισθαίνει,κρέμεται,αιωρείται,διαφάνειες,βαλς,Αφρόχτυποι,αεράκια,ακτές
truckloads => φορτηγά, truckload => Φορτηγό, truanting => απουσιολογία, truanted => Απουσίασε αδικαιολόγητα, troughs => Τάφροι,