Greek Meaning of estivating
Θέρος ύπνος
Other Greek words related to Θέρος ύπνος
- άστεγος
- κωλυσιεργία
- νυσταγμένος
- βόμβος
- χειμάζοντας
- ρελαντί
- τεμπελιά
- τεμπελιάζω
- ανοησίες
- πείραγμα (με)
- μαλακίες (έξω)
- χακάρισμα (γύρω)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- να κρέμεται
- κλωτσώντας γύρω
- χαλαρώνει
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
- χάσιμο
- ανατριχιαστικός
- αναβάλλω
- αστείος
- ασήμαντος
- καθυστερημένο
- επίμονος
- Στέκομαι ακίνητος
- τεμπέλιασε
- ασήμαντο
- παίζοντας
- χαλαρωτικό
- ξεκούραστος
- κοιμάται
- ασήμαντος
- ολιγωρία
- τεμπέλης
- πιθηκισμοί
- καθαρισμός
- αναστολή εργασίας
- τεμπελιάζω
- προσομοίωση
- σκουντούμπι
- καθυστέρηση
- απουσιολογία
Nearest Words of estivating
Definitions and Meaning of estivating in English
estivating
to pass the summer in a state of torpor or dormancy
FAQs About the word estivating
Θέρος ύπνος
to pass the summer in a state of torpor or dormancy
άστεγος,κωλυσιεργία,νυσταγμένος,βόμβος,χειμάζοντας,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,ανοησίες,πείραγμα (με)
υποβάλλων αίτηση,άλεση,ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,εφίδρωση
estivated => θερινός ύπνος, estimations => εκτιμήσεις, estimates => εκτιμήσεις, esteems => εκτιμά, estates => κτήματα,