Greek Meaning of toiling

Σκληραγωγία

Other Greek words related to Σκληραγωγία

Definitions and Meaning of toiling in English

Wordnet

toiling (s)

doing arduous or unpleasant work

Webster

toiling (p. pr. & vb. n.)

of Toil

FAQs About the word toiling

Σκληραγωγία

doing arduous or unpleasant workof Toil

εργαζόμενος,προσπαθώντας,αγωνιζόμενος,λειτουργική,κοπιαστικός,προσπαθώντας,ανασκαφή,βιαστικός,κουραστικός,αργός

σπάσιμο,άστεγος,ανατριχιαστικός,αναβάλλω,ρελαντί,τεμπελιά,τεμπελιάζω,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση

toilinette => Toilinette, toilful => κοπιαστικός, toilet-trained => Καθαρός, toilet-train => Εκπαίδευση τουαλέτας, toilette => τουαλέτα,