Greek Meaning of toilful
κοπιαστικός
Other Greek words related to κοπιαστικός
- επίπονος
- δύσκολο
- απαιτητικός
- φοβερός
- εξαντλητικός
- επίπονος
- φονικός
- οδυνηρός
- σοβαρός
- ανταγωνιστικό
- σκληρός
- ενοχλητικός
- βαρύς
- σύνθετος
- περίπλοκος
- απαιτητικός
- εξαντλητικός
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ηρακλειώδης
- σύνθετο
- εμπλεκόμενος
- κοπιαστικός
- Βαρύ
- καταπιεστικός
- προβληματικός
- προβληματικός
- τραχύς
- άκαμπτος
- αγχωτικό
- φορολόγηση
- επίπονος
- Ασαφής
- κουτουρού
- απόκρυφος
- φτηνός
- εύκολος
- ανεπιτήδευτος
- εύκολος
- άπταιστα
- Ρευστό
- φως
- ανώδυνος
- γρήγορος
- Έτοιμος
- βασιλικός
- απλός
- λείο
- Κλικ
- μαλακός
- φαινομενικός
- σαφής
- διακριτός
- κατηφόρα
- εμφανής
- αναμφίβολα
- φανερός
- ανόητος
- προφανής
- απτός
- απλός
- απλός
- διαφανής
- αναμφίβολος
- απλός
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- σαφής
- ξεκάθαρο
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- σαφής
- ανεξερεύνητο
Nearest Words of toilful
- toilet-trained => Καθαρός
- toilet-train => Εκπαίδευση τουαλέτας
- toilette => τουαλέτα
- toiletry => είδη ατομικής υγιεινής
- toilet water => Νερό τουαλέτας
- toilet training => Εκπαίδευση στην τουαλέτα
- toilet tissue => χαρτί υγείας
- toilet table => τουαλέτα
- toilet soap => Σαπούνι τουαλέτας
- toilet seat => καζάνι τουαλέτας
Definitions and Meaning of toilful in English
toilful (a.)
Producing or involving much toil; laborious; toilsome; as, toilful care.
FAQs About the word toilful
κοπιαστικός
Producing or involving much toil; laborious; toilsome; as, toilful care.
επίπονος,δύσκολο,απαιτητικός,φοβερός,εξαντλητικός,επίπονος,φονικός,οδυνηρός,σοβαρός,ανταγωνιστικό
φτηνός,εύκολος,ανεπιτήδευτος,εύκολος,άπταιστα,Ρευστό,φως,ανώδυνος,γρήγορος,Έτοιμος
toilet-trained => Καθαρός, toilet-train => Εκπαίδευση τουαλέτας, toilette => τουαλέτα, toiletry => είδη ατομικής υγιεινής, toilet water => Νερό τουαλέτας,